κνωπόμορφος

κνωπόμορφος
κνωπόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώψ, -πός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό-μορφος, λεοντό-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κνωπόμορφον — κνωπόμορφος shaped like a beast masc/fem acc sg κνωπόμορφος shaped like a beast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”